-
1 часы
часы мн. το ρολόι; карманные \часы το ρολόι της τσέπης; \часы спешат (отстают) το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)* * *мн.το ρολόιкарма́нные часы́ — το ρολόι της τσέπης
часы́ спеша́т (отстаю́т) — το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)
-
2 завести
завести 1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ 2) (пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος; \завести мотор βάζω μπρος το μοτέρ; \завести часы κουρντίζω το ρολόι ◇ \завести знакомство πιάνω γνωριμία \завести разговор αρχίζω κουβέντα* * *1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ2) ( пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπροςзавести́ мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
завести́ часы́ — κουρντίζω το ρολόι
••завести́ знако́мство — πιάνω γνωριμία
завести́ разгово́р — αρχίζω κουβέντα
-
3 карманный
карманный της τσέπης \карманный словарь το λεξικό της τσέπης \карманныйые часы το ρολόι της τσέ πης* * *карма́нный слова́рь — το λεξικό της τσέπης
карма́нные часы́ — το ρολόι της τσέπης
-
4 ручной
ручной 1) του χεριού; \ручнойые часы το ρολόι του χεριού 2) (о работе и т. η.) χειροποίητος* \ручнойая работа το χειροτέχνημα; \ручнойая вышивка το εργόχειρο, το κέντημα 3) (приручённый ) ήμερος* * *1) του χεριούручны́е часы́ — το ρολόι του χεριού
2) (о работе и т. п.) χειροποίητοςручна́я рабо́та — το χειροτέχνημα
ручна́я вы́шивка — το εργόχειρο, το κέντημα
3) ( приручённый) ήμερος -
5 счётчик
-
6 ходить
ходить 1) βαδίζω, πηγαίνω; \ходить в театр πηγαίνω στο θέατρο; \ходить пешком πηγαίνω πεζός (или με τα πόδια); \ходить на лыжах κάνω σκι; \ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο; поезда ходят каждые два часа τα τρένα περνούν (или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες· часы ходят верно το ρολόι πηγαίνει καλά 2) (в игре ) παίζω 3) (заботиться о ком-л.) φροντίζω; \ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο* * *1) βαδίζω, πηγαίνωходи́ть в теа́тр — πηγαίνω στο θέατρο
ходи́ть пешко́м — πηγαίνω πεζός ( или με τα πόδια)
ходи́ть на лы́жах — κάνω σκι
ходи́ть в шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο
поезда́ хо́дят ка́ждые два часа́ — τα τρένα περνούν ( или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες
часы́ хо́дят ве́рно — το ρολόι πηγαίνει καλά
2) ( в игре) παίζω3) (заботиться о ком-л.) φροντίζωходи́ть за больны́м — περιποιούμαι τον άρρωστο
-
7 часы
часымн. τό ρολό(γ)ι, τό ὠρολόγι[ον]:ручные \часы τό ρολόϊ τοῦ χεριοῦ· карманные \часы τό ρολόϊ τής τσέπης· стенные \часы τό ὠρολόγι τοῦ τοίχου· настольные \часы τό ἐπιτραπέζιο[ν] ὠρολόγι[ον]· \часы с боем τό ὠρολόγι[ον] μέ καμπάνα· песочные \часы ἡ κλεψύδρα, τό ἀμμωτό[ν], τό ἀμμόμε-τρο[ν]· солнечные \часы τό ἡλιακόν ὠρολό-γιον электрические \часы τό ἡλεκτρικά ὠρολόγι· заводить \часы κουρντίζω τό ὠρο-λόγι· \часы спешат τό ὠρολόγι πηγαίνει μπροστά· \часы отстают τό ὠρολόγι πηγαίνει πίσω· \часы идут точно τό ὠρολόγι πάει καλά· ◊ как \часыы (работать) μέ ἀκρίβεια δευτερολέπτου. -
8 заводить
1. (механизм) κουρδίζω 2. (провод, кабель и т.п.) περνώ (μέσα) το καλώδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заводить
-
9 стенной
του τοίχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стенной
-
10 часы
1. (прибор для определения времени в пределах суток) το ωρολόγιο, разг. το ρολόιкварцевые - χαλαζία, разг. - κουάρτςпесочные - η κλεψύδρα, το αμμόμετρο2. (вре-мя) οι ώρεςприёмные - ακρόασης/λειτουρ-γίας3. астр. о αστερισμός Ωρολόγιον.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > часы
-
11 останавливать
-
12 останавливаться
-
13 отставать
-
14 отстаивать
1. отстаивать см. отстать; не \отстаиватьвайте! μην καθυστερείτε!· часы \отстаиватьют το ρολόι πηγαίνει πίσω 2. отстаивать, отстоять υποστηρίζω· υπερασπίζω (защищать)* * *= отстоятьυποστηρίζω; υπερασπίζω ( защищать) -
15 стать
стать 1) (встать) στέκομαι· \стать в очередь παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά 2) (сделаться) γίνομαι* \стать учителем γίνομαι δάσκαλος; стало темно σκοτείνιασε; βράδιασε (с наступлением вечера ) 3) (остановиться) σταματώ; часы* * *1) ( встать) στέκομαιстать в о́чередь — παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά
2) ( сделаться) γίνομαιстать учи́телем — γίνομαι δάσκαλος
ста́ло темно́ — σκοτείνιασε; βράδιασε ( с наступлением вечера)
3) ( остановиться) σταματώчасы́ ста́ли — το ρολόι σταμάτησε
••во что́ бы то ни ста́ло — οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο
-
16 стоять
стоять 1) στέκω, στέκομαι 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι* \стоять у власти βρίσκομαι στην εξουσία 3) (останавливаться) σταματώ; поезд* * *1) στέκω, στέκομαι2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιстоя́ть у вла́сти — βρίσκομαι στην εξουσία
3) ( останавливаться) σταματώпо́езд стои́т де́сять мину́т — το τρένο στέκεται δέκα λεπτά
часы́ стоя́т — το ρολόι σταμάτησε
сто́йте! — σταματήστε!
••стоя́ть на своём — επιμένω
-
17 вперед
впереднареч1. ἐμπρός, πρόσω, προς τά ἐμπρός:идти \вперед πηγαίνω ἐμπρός, προχωρώ·2. (впредь) разг στό ἐξής, στό μέλλον, ἀπό τώρα καί μπρος:\вперед будь осторожнее στό ἐξής νά είσαι πιό προσεκτικός·3. (прежде, заранее) разг μπροστά, πρώτα:брать плату \вперед παίρνω τήν πληρωμή μπροστά· ◊ часы иду́т \вперед τό ρολόϊ πάει μπροστά. -
18 встать
встатьсов см. вставать1 часы встали τό ρολόϊ σταμάτησε. -
19 пробить
пробить Iсов см. пробивать.проби́||ть IIсов см. бить· часы \пробитьли восемь τό (ὠ)ρολοΐ χτύπησε ὁκτώ. -
20 проверять
проверятьнесов ἐλέγχω, ἐξακριβώνω, ἐξακριβώ/ ἀσκώ ἔλεγχον (контролировать):\проверять документы ἐλεγχω τίς ταυτότητες· \проверять часы κανονίζω τό ρολόϊ μου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
ρολόγι — και ρολόι, το, Ν 1. συσκευή μέτρησης τού χρόνου που δείχνει τις ώρες και τα λεπτά τού ημερονυκτίου 2. μετρητής ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, γκαζιού, που δείχνει την αντίστοιχη κατανάλωση 3. φρ. α) «ηλιακό ρολόι» ρολόι στο οποίο η ώρα δείχνεται από … Dictionary of Greek
ρολό(γ)ι — το γιού, πληθ. για 1. αυτό που δείχνει την ώρα: Στη γιορτή του του χάρισαν ένα ρολόι. 2. μετρητής νερού, ηλεκτρισμού κτλ.: Από την παγωνιά χάλασε το ρολόι του νερού. 3. ως επίρρ., ρολόι κανονικά, με ακρίβεια: Ύστερα απότην επισκευή η μηχανή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
Αέρηδες — Το αρχαίο υδραυλικό ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στο τέρμα της οδού Αιόλου, στην Αθήνα. Το ρολόι κατασκευάστηκε τον 1o αι. π.Χ. από λευκό μάρμαρο σε σχήμα οκταγωνικού πύργου. Ο πύργος έχει ύψος 12,80 μ. και διάμετρο 7,95 μ., ενώ το πλάτος της… … Dictionary of Greek
αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
Γκότσι, Κάρλο — (Carlo Gozzi, Βενετία 1720 – 1806). Ιταλός λόγιος. Μαζί με τον αδελφό του Γκασπάρο και άλλους Βενετσιάνους αριστοκράτες ίδρυσε το 1747 την αντιδραστική Accademia dei Graneleschi με αρχαΐζουσες τάσεις. Το 1757 άρχισε άγρια πολεμική εναντίον του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek